σκηνοθετικός

σκηνοθετικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σκηνοθεσία: Η σκηνοθετική εργασία ήταν πολύ προσεγμένη σ' αυτό το έργο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκηνοθετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκηνοθέτη ή στη σκηνοθεσία (α «σκηνοθετική αντίληψη» β. «σκηνοθετικό ύφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνοθεσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”